- τζιτζιφιά
- Φυτό της οικογένειας των ραμνιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται μάλλον από την Κίνα, αλλά εγκλιματίστηκε στις θερμότερες ζώνες της νότιας Ευρώπης· στην Ελλάδα συναντάται ημιαυτοφυές ή καλλιεργείται ως θάμνος ή ως δενδρύλλιο ύψους 3-5 μ.· οι καρποί του, τα τζίτζιφα, είναι δρύπες, ωοειδείς, εδώδιμες, σκωριόχροες, σαρκώδεις, με ένα πυρήνα (κουκούτσι). Ο κορμός φέρει κλαδιά ανώμαλα και στρεβλά με χρώμα σκούρο κοκκινωπό· τα φύλλα, γυαλιστερά και κυρίως μικρά, είναι βραχύμισχα και στη βάση φέρουν παράφυλλα ακανθωτά. H επιστημονική ονομασία της τ. είναι ζίζυφος η εδώδιμη. Άλλα είδη του ίδιου γένους είναι: ζίζυφος η ζίζυφος, με καρπούς μεγαλύτερους και περισσότερο εύγευστους, και ζίζυφος ο λωτός, το δέντρο που έδινε τη μυθική τροφή των Λωτοφάγων.
Τζιτζιφιά (ζίζυφος η εδώδιμη): κλαδί με καρπούς.
* * *και τζιτζυφιά και τζιντζυφιά, η, Ν [τζίτζιφο]βοτ. α) κοινή ονομασία τού φυλλοβόλου δένδρου Zizyphus jujuba τού γένους ζίζυφοςβ) το μικρό φυλλοβόλο δένδρο Elaeagnus angustitolia τού γένους ελαίαγνος, γνωστό και ως μοσχοϊτιά.
Dictionary of Greek. 2013.